- ἐθελουργός
- ἐθελουργόςwilling to workmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εθελουργός — ἐθελουργός, όν (AM) αυτός που εργάζεται πρόθυμα, ο φιλόπονος … Dictionary of Greek
ἐθελουργόν — ἐθελουργός willing to work masc/fem acc sg ἐθελουργός willing to work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελουργοί — ἐθελουργός willing to work masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελουργούς — ἐθελουργός willing to work masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελουργῶς — ἐθελουργός willing to work adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελουργῷ — ἐθελουργός willing to work masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ἐθελουργοῦ — ἐθελουργέω work freely pres imperat mp 2nd sg (attic) ἐθελουργέω work freely imperf ind mp 2nd sg (attic) ἐθελουργός willing to work masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)